- Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια
- (Duccio di Buoninsegna, Σιένα 1255 –1319). Ιταλός ζωγράφος, ο σπουδαιότερος της Σιένας του 13ου αι. Αμφισβητείται η διαμόρφωση και η αρχή της ζωγραφικής του δραστηριότητας, αφού τα πρώτα τεκμηριωμένα έργα του έχουν χαθεί (διακόσμηση δώδεκα κιβωτίων - 1278 - και αρχείων - 1285 – 1295 της κοινότητας της Σιένας). Η κριτική κατόρθωσε να ανασυνθέσει, από το πρώτο χρονολογημένο έργο του που έχει σωθεί, την Παναγία Ρουτσελάι (1285, Φλωρεντία, Πινακοθήκη Ουφίτσι), τη νεανική του δραστηριότητα και του αποδίδει, εκτός άλλων, μερικές τοιχογραφίες στην Ασίζι στον Άνω Ναό του Αγίου Φραγκίσκου (την Εκδίωξη από τον Παράδεισο, τη Σταύρωση, την Παναγία της Πινακοθήκης Σαμπάουντα, την Παναγία του Κρέβολε και το κεντρικό υαλογράφημα της μητρόπολης της Σιένας). Τα έργα αυτά μαρτυρούν, κατά τη γνώμη ορισμένων κριτικών, ότι διαμορφώθηκε κοντά στον Τσιμαμπούε (αποδίδουν μάλιστα την Παναγία της κολεγιακής εκκλησίας του Καστελφιορεντίνο και την Παναγία των Σέρβι της Μπολόνια σε συνεργασία του Τσιμαμπούε με τον Ντούτσιο). Θεμελιακό έργο για την εξέλιξη της τέχνης του Ν. και για την ιστορία της μεσαιωνικής τέχνης είναι η Παναγία Ρουτσελάι, που προοριζόταν για τη Σάντα Μαρία Νοβέλα της Φλωρεντίας. Στο έργο αυτό τα βυζαντινά, καθώς και τα εμπνευσμένα από τον Τσιμπαμπούε στοιχεία, απαλύνονται από τη λεπτή ευαισθησία και το φωτεινό χρώμα του Ν. και ερμηνεύονται με προσωπικό τρόπο, που τείνει προς μία αφηγηματική γλυκύτητα και μετατρέπει τις δραματικές συνθέσεις του Τσιμαμπούε σε απαλότερη και πιο ήπια ανθρώπινη πραγματικότητα. Ο Ν. δέχτηκε ακόμα βόρειες επιδράσεις, που έφτασαν στη Σιένα με τις μικρογραφίες της Ιλ-ντε-Φρανς και έδωσαν στην έκφρασή του το καινούργιο, γοτθικό ύφος. Το γοτθικό στοιχείο είναι φανερό στη Μαεστά, που προοριζόταν για την κεντρική Αγία Τράπεζα της μητρόπολης της Σιένας (1308-11) και βρίσκεται σήμερα στο μουσείο της Μητρόπολης. Έργο μεγάλων διαστάσεων και πνοής, ζωγραφισμένο στις δύο όψεις, παρουσιάζει εμπρός την Παναγία ένθρονη με το Βρέφος, περιστοιχισμένη από αγγέλους και αγίους, και στην πίσω όψη 26 σκηνές από το Βίο του Χριστού και της Παναγίας. Η Μαεστά συμπληρωνόταν από τη στέψη και τη βάση (από τις σκηνές της βάσης, οκτώ βρίσκονται διασκορπισμένες στα μουσεία της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον). Την ιερατικότητα και την επισημότητα της μετωπικής σύνθεσης, όπου η βυζαντινή παράδοση διατηρείται στην απουσία του συγκεκριμένου χώρου και του βάθους, διαδέχονται τα ζωηρά συναισθήματα και η αφήγηση, που τοποθετεί τις μορφές σ’ έναν χώρο λιγότερο αφηρημένο και πιο φυσικό, χαράζει τις γραμμές των εσωτερικών χώρων με στοιχειώδη προοπτική και εκφράζει τους εξωτερικούς χώρους με βραχώδη τοπία που εναλλάσσονται με σκοτεινά και πυκνά δέντρα. Ένα νέο ανεκδοτικό πνεύμα, άγνωστο στην παλαιότερη ζωγραφική της Σιένας, πλησιάζει τον Ν. με έναν φημισμένο προγενέστερο ζωγράφο από την Πίζα, τον ζωγράφο του Αγίου Μαρτίνου, παρά το γεγονός ότι το αφηγηματικό στοιχείο παρουσιάζεται με διαφορετικούς τόνους στους δύο ζωγράφους. Στο έργο του ζωγράφου της Πίζας οι ρομανικές, σωματώδεις μορφές δίνουν την αίσθηση της πραγματικότητας, ενώ στον Ν. η γοτθική λεπτότητα μεταφέρει την αφήγηση σε έντονα λυρικό επίπεδο. Έτσι στην Άρνηση του Πέτρου το νυκτερινό φως, ενώ σκιάζει τον απόστολο, φωτίζει τους ώμους της υπηρέτριας που στηρίζεται στο κιγκλίδωμα καθώς ανεβαίνει τις σκάλες της κατοικίας των κυρίων της.
«Οι τρεις Μαρίες στο Μνημείο». Ο μεγάλος Ιταλός καλλιτέχνης, πρωτοπόρος της ζωγραφικής της Σιένας του 13oυ αι., επεξεργάζεται και συνδυάζει την εικαστική βυζαντινή παράδοση με τη σύγχρονη του γοτθική τεχνοτροπία (Σιένα, Μουσείο της Μητρόπολης).
Dictionary of Greek. 2013.